συρφετώδης

συρφετώδης
συρφετώδης
promiscuous
masc/fem acc pl (attic epic doric)
συρφετώδης
promiscuous
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
συρφετώδης
promiscuous
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συρφετώδης — ες / συρφετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [συρφετός] αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό μσν. αρχ. 1. ανάμικτος 2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος αρχ. ο χωρίς αξία, τιποτένιος. επίρρ... συρφετωδῶς Α 1. με ανάμικτο τρόπο 2. βλακωδώς …   Dictionary of Greek

  • συρφετώδει — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut dat sg συρφετώδεϊ , συρφετώδης promiscuous dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδη — συρφετώδης promiscuous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συρφετώδης promiscuous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετῶδες — συρφετώδης promiscuous masc/fem voc sg συρφετώδης promiscuous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδεις — συρφετώδης promiscuous masc/fem acc pl συρφετώδης promiscuous masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετωδῶς — συρφετώδης promiscuous adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδεσιν — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετώδους — συρφετώδης promiscuous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • σύρφαξ — Τύραννος της Εφέσου. Εξαιτίας της φιλοπερσικής πολιτικής του και των αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησης που χρησιμοποίησε, έγινε μισητός στον λαό του. Όταν το 334 π.Χ. έφτασε στην Έφεσο ο Μ. Αλέξανδρος, οι Εφέσιοι συνέλαβαν τον Σ. και τον θανάτωσαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”